Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τοὺς φθόγγους

См. также в других словарях:

  • κλίμακα — I (Γεωγρ.). Η σχέση μεταξύ μιας απόστασης σε ευθεία γραμμή, η οποία απεικονίζεται σε έναν χάρτη, με την ίδια απόσταση στο έδαφος. Για παράδειγμα, κ. 1: 1.000.000 σημαίνει ότι 1 χιλιοστό ή 1 εκατοστό ή 1 μέτρο στον χάρτη ισοδυναμεί με 1.000.000… …   Dictionary of Greek

  • Κ, κ — Το δέκατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό kaph (= φοίνικας, παλάμη), το οποίο γραφόταν . Οι Έλληνες έγραφαν το κ σχεδόν αμετάβλητο ως , έως τους κλασικούς χρόνους, οπότε επικράτησε η γραφή Κ. Το παλαιότερο ελληνικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολογία — Επιστήμη που έχει ως αντικείμενό της τη μελέτη του φαινομένου της γλώσσας. Η γλώσσα είναι μια πολύπλοκη έννοια και επομένως δεν είναι περίεργο το ότι και η σχετική επιστήμη ακολουθεί διάφορες κατευθύνσεις στις μελέτες της, οι οποίες απαιτούν… …   Dictionary of Greek

  • φωνολογικός — ή, ό, Ν [φωνολογία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνολογία 2. φρ. α) «φωνολογικό σύστημα» γλωσσ. σύστημα που απαρτίζεται από φωνήματα, από μεμονωμένους φθόγγους ή από ομάδες φθόγγων μιας γλώσσας, η παρουσία ή η απουσία τών οποίων σε… …   Dictionary of Greek

  • τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… …   Dictionary of Greek

  • Θ, θ — Το όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου. Προέρχεται από το σημιτικό teth (= σπείρα, φίδι) που παριστανόταν  και δήλωνε ένα εμφαντικό τ. Το χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για να αποδώσουν τον στιγμιαίο οδοντικό φθόγγο th, που διέφερε από το σημερινό θ …   Dictionary of Greek

  • αναβιβάζω — (Α ἀναβιβάζω) 1. κάνω κάποιον ή κάτι να ανεβεί, τοποθετώ σε υψηλότερη θέση, ανεβάζω 2. (ως γραμμ. όρος) μεταθέτω τον τόνο προς την αρχή τής λέξης αρχ. 1. (για πλοία) έλκω, σύρω από τη θάλασσα προς την ξηρά 2. (μέσ. για πλοία) επιβιβάζω 3. (ενεργ …   Dictionary of Greek

  • ενορχηστρώνω — συνθέτω το μέρος τής ορχήστρας, κατανέμω τους φθόγγους μιας μουσικής σύνθεσης στα όργανα τα οποία θα τήν εκτελέσουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. orchestrate, instrument] …   Dictionary of Greek

  • πιπίζω — (I) και πιπιρίζω, Ν, πιππίζω Α (για νεοσσούς) εκβάλλω φωνή όμοια με τους φθόγγους πι πι. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. έχουν σχηματιστεί με ονοματοποιία (πρβλ. λατ, pipilo, pipio, γερμ. piepen) βλ. και λ. πιπώ]. (II) Μ πιπίσκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πιπί σκω με… …   Dictionary of Greek

  • πιστόνι — το, Ν 1. τεχνολ. κοινή ονομασία τού εμβόλου 2. μουσ. μηχανισμός που εφευρέθηκε στις αρχές τού 19ου αιώνα και, ειδικότερα, ολκωτό τμήμα που εφαρμόζεται σε ορισμένα χάλκινα πνευστά όργανα και επιτρέπει στον εκτελεστή να αποδώσει με ακρίβεια,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»